Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀλλ' οὐ μὴ οἴός τ' ᾖς

См. также в других словарях:

  • οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… …   Dictionary of Greek

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • AGNINA — in Gloss. Graeco Lat. ἄρνειον κρέας, apud Annam Comnenam Alexiad. l. 8. p. 230. ἀλλ: ἡλίου ἀνατέλλοντος λύκου ἢἀρνίου κρέας ἐ???όμεθα. Sed Sole oriente lupinam seu agninam comedimus; laudatam Car. du Fresne Glossar. Agnina pellis una cum lana, in …   Hofmann J. Lexicon universale

  • AUREI et AUREOLI Homnies — AUREI, et AUREOLI Homnies pro praestantibus et auro contra aestimandis. Unde bonis propugnatoribus hoc saepius nomen appositum, tradit Trebellius in ludo gladiatorio. Sic Graecis χρύσεοι ἄνδρες: et exstat Graecum Epigramma Calliae, in quendam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NODUS — Brachiorum, apud Aur. Victorem Schotti, Et Commodum quidem primo occuliatius venenô petiere, annô Regni tertiô fere atque decimô: cuius vis frustrata per cibum, quô se casu repleverat; ccum tamen alvi dolorem causaretur, auctore Medicô, principe… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ετερώνιος — ἑτερώνιος, ον (Μ) αυτός που είναι κτήμα, ιδιοκτησία άλλων, ο αγορασμένος από άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτερος + αιολ. κατάλ. ώνιος, αντίστοιχη τής οιος (πρβλ. αλλ ώνιος)] …   Dictionary of Greek

  • μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • οιονεί — (Α οιονεί δ.γρφ. οἱονανεί, δωρ. τ. οἷον αἰ) κατά κάποιο τρόπο, σαν να («ἀλλ ἐοικυῑα οἱονεὶ ἔντερον εὖρος ἔχον», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «οιονεί νομή» (νομ.) μορφή νομής που αποτελεί μερική φυσική εξουσίαση τού πράγματος η οποία ασκείται με διάνοια… …   Dictionary of Greek

  • παντώνιος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «παντώνια παντοδαπά». [ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + αιολ. κατάλ. ώνιος, αντίστοιχη τής οιος (πρβλ. αλλ ώνιος: άλλος, ετερ ώνιος: έτερος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»